- σπερμολογώ
- -έω, Α [σπερμολόγος]1. (για πτηνό) μαζεύω και τρώγω σπόρους2. είμαι σπερμολόγος, διαδίδω αδέσποτες φήμες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπερμολογώ — σπερμολόγησα, διαδίδω αδέσποτες φήμες, κουτσομπολεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπερμολόγῳ — σπερμολόγος picking up seeds masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek